Προέχει η στήριξη της πραγματικής οικονομίας
Το 2010 η πρόκληση για την οικονομία μας δεν είναι μόνο δημοσιονομική: πρέπει να αποφύγουμε τη χρεοκοπία και να αρχίσουμε μια σοβαρή προσπάθεια ελέγχου του δημοσίου χρέους, ενώ ταυτόχρονα να αποτρέψουμε μια κατάρρευση της πραγματικής οικονομίας, με επικίνδυνες συνέπειες για την απασχόληση και την κοινωνική συνοχή.
H σημερινή κρίση σηματοδοτεί το τέλος μιας ολόκληρης εποχής: το οικονομικό μοντέλο της πλασματικής ευημερίας με δανεικά είναι φανερό πλέον ότι οδηγεί σε αδιέξοδο και όλοι θα πρέπει να προσαρμοσθούμε ανάλογα, όσο επώδυνη και αν είναι αυτή η προσαρμογή.
Το οικονομικό πρόγραμμα που έχει ανακοινωθεί από την κυβέρνηση για την έξοδο από την κρίση περιλαμβάνει μέτρα αναπτυξιακού και δημοσιονομικού χαρακτήρα, καθώς και σημαντικά μέτρα για τη διαφάνεια και την καταπολέμηση της διαφθοράς, που θα έπρεπε να έχουν εφαρμοσθεί από χρόνια. Οι λύσεις που προτείνονται αναμφίβολα κινούνται στη σωστή κατεύθυνση, αλλά η κυβέρνηση θα κριθεί από την ταχύτητα, την αποτελεσματικότητα και την αποφασιστικότητα στην υλοποίησή τους.
Τα συσσωρευμένα προβλήματα δεκαετιών, όπως αναδεικνύονται τώρα σε συνθήκες παγκόσμιας κρίσης, μας υποχρεώνουν να επιδιώξουμε ταυτόχρονα τη δημοσιονομική εξυγίανση, την τόνωση της αναπτυξιακής διαδικασίας και την αναμόρφωση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας.
Για την αναθέρμανση της οικονομίας είναι αναγκαία η ανάδειξη και αξιοποίηση νέων πηγών πλούτου. Η κυβέρνηση κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, με την προσπάθεια κινητοποίησης επενδυτικών κεφαλαίων, ιδιωτικών και δημόσιων, στην «πράσινη οικονομία». Το μοναδικό φυσικό περιβάλλον της χώρας, η γεωγραφική θέση και το υψηλού επιπέδου ανθρώπινο δυναμικό αποτελούν συγκριτικά πλεονεκτήματα στις δύσκολες συνθήκες του διεθνούς ανταγωνισμού και πρέπει να αξιοποιηθούν καλύτερα, για να δημιουργήσουμε ένα νέο, βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης.
Δεν αρκεί όμως η «πράσινη ανάπτυξη». Γνωρίζω από το χρηματοοικονομικό κλάδο στον οποίο δραστηριοποιούμαι επί δεκαετίες, ότι η Ελλάδα μπορεί να προσφέρει τεράστια ανάπτυξη, με υψηλή προστιθέμενη αξία, να γίνει δηλαδή χρηματοοικονομικό κέντρο με ελάχιστα θεσμικά μέτρα μηδενικού δημοσιονομικού κόστους. Η ίδια πρόσθετη ανάπτυξη μπορεί να ενισχυθεί από περιφερειακές ναυτιλιακές υπηρεσίες, που κατά καιρούς εισηγούνται οι ειδικοί, χωρίς να εισακούονται. Στην κατεύθυνση αυτή πρέπει να κινηθούμε, αν θέλουμε μια βιώσιμη αναθέρμανση της οικονομικής δραστηριότητας.
Το αίτημα για τη λήψη μέτρων άμεσης δημοσιονομικής απόδοσης είναι εύλογο, αν συνεκτιμήσει κανείς την επικίνδυνη διάσταση της δημοσιονομικής εκτροπής του 2009. Θα ήταν σφάλμα, όμως, αν αυτά τα μέτρα άμεσης δημοσιονομικής απόδοσης επικεντρώνονταν μόνο στις αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων και των συνταξιούχων. Σε αντίθεση με την Ιρλανδία, που έχει ένα λιτό και σχετικά αποτελεσματικό δημόσιο τομέα, στην Ελλάδα υπάρχουν τεράστια περιθώρια εξοικονόμησης πόρων από τη μείωση της σπατάλης στο Δημόσιο, πριν φθάσουμε να συζητήσουμε για τους μισθούς και τις συντάξεις. Άμεσα πρέπει να επιστρέψουμε στο ίδιο επίπεδο εξόδων του προϋπολογισμού του 2007 και στη συνέχεια να μειώσουμε τα έξοδα ακόμη περισσότερο.
Το πάγωμα των μισθών και των συντάξεων θα είχε αμελητέο δημοσιονομικό αποτέλεσμα, σε σχέση με το μέγεθος του προβλήματος που αντιμετωπίζουμε. Ταυτόχρονα, όμως, θα επιδείνωνε το κλίμα στην αγορά, θα δημιουργούσε σοβαρές πιέσεις στην τελική ζήτηση και θα έφερνε ακόμη εντονότερη ύφεση στην οικονομία, ενώ θα προκαλούσε και επικίνδυνες κοινωνικές εντάσεις, που θα είχαν σοβαρές παρενέργειες στην εφαρμογή μιας δύσκολης, ούτως ή άλλως, οικονομικής πολιτικής. Με αυτά τα δεδομένα, λοιπόν, θα συμφωνούσα με τον Πρωθυπουργό, ότι το πρόβλημα δεν είναι οι μισθοί, αλλά ο αποτελεσματικός έλεγχος των εκρηκτικών φαινομένων κατασπατάλησης πόρων σε όλες τις λειτουργίες του Δημοσίου. Το πρόβλημα της χώρας είναι ταυτόχρονα οικονομικό και πολιτικό και πρέπει να επιλυθεί ταυτόχρονα. Πιστεύω ότι τα σωστά και κατάλληλα που θα ικανοποιούν και τις αγορές μέτρα, θα ληφθούν από την Κυβέρνηση μέσα στο Α’ εξάμηνο του 2010.
Γι’ αυτό πιθανολογώ ότι το πρώτο τρίμηνο του 2010 θα αποτελέσει καλό επίπεδο για αγορά συγκεκριμένων μετοχών στο Χ.Α. και σε ορισμένες ξένες αγορές.